αφαμαρτοεπής

αφαμαρτοεπής
ἀφαμαρτοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αμαρτοεπής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀφαμαρτοεπής — talking at random masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαμαρτοεπῆ — ἀφαμαρτοεπής talking at random neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφαμαρτοεπής talking at random masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφαμαρτοεπής talking at random masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”